- προσηγόρῳ
- προσήγοροςaddressingmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσηγορώ — έω, Α [προσήγορος] 1. προσαγορεύω, προσφωνώ 2. παρηγορώ … Dictionary of Greek
προσηγορητικόν — τὸ, Μ [προσηγορῶ] το προσηγορικόν* … Dictionary of Greek
προσηγόρημα — ήματος, τὸ, Α [προσηγορῶ] εκείνος ή εκείνοι στους οποιούς απευθύνει κανείς την προσηγορία («ὦ παῑδες, ὦ πικρὸν φίλων προσηγόρημα», Ευρ.) … Dictionary of Greek